κλιμακηδόν

κλιμακηδόν
κλῑμᾰκ-ηδόν, Adv., ([etym.] κλῖμαξ)
A like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλιμακηδόν — like a ladder indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακηδόν — (AM κλιμακηδόν) επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη ηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”